ἰχανῶ

ἰχανῶ
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
imperf ind mp 2nd sg
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
pres imperat mp 2nd sg
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἰ̱χανῶ , ἰχανάω
crave
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιχανώ — ἰχανῶ, άω (Α) επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν* «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. τού ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ] …   Dictionary of Greek

  • αχήν — ἀχήν ( ῆνος), ο, η (Α) φτωχός, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής ( ήν / ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν… …   Dictionary of Greek

  • ιχαίνω — ἰχαίνω (Α) βλ. ιχανώ …   Dictionary of Greek

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”